υποδεσις

υποδεσις
    ὑπόδεσις
    ὑπό-δεσις
    -εως ἥ
    1) подвязывание, обувание
    

(ὑποδήματος Arst.)

    2) тж. pl. обувь Xen., Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υποδεσις" в других словарях:

  • ὑπόδεσις — under bandaging fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδέσει — ὑπόδεσις under bandaging fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποδέσεϊ , ὑπόδεσις under bandaging fem dat sg (epic) ὑπόδεσις under bandaging fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδέσεις — ὑπόδεσις under bandaging fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόδεσις under bandaging fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδέσεσι — ὑπόδεσις under bandaging fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόδεσιν — ὑπόδεσις under bandaging fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδεσίδιον — τὸ, Α [ὑπόδεσις] φρ. «ὑποδεσίδιον ἀγροικικόν» χωριάτικα υποδήματα γλωσσ …   Dictionary of Greek

  • υπόδεση — η / ὑπόδεσις, έσεως, ΝΜΑ βλ. υπόδηση …   Dictionary of Greek

  • υπόδηση — η / ὑπόδησις, ήσεως, ΝΜΑ, και υπόδεση Ν, και ὑπόδεσις, έσεως, ΜΑ [ὑποδέω] 1. το να φορεί κανείς τα υποδήματά του 2. συνεκδ. τα υποδήματα αλλά και καθετί που σχετίζεται με αυτά (α. «προσέχει πολύ την υπόδησή του» β. «είδη υπόδησης» γ. «αὐτός,… …   Dictionary of Greek

  • ὑποδέσεων — ὑποδέσεω̆ν , ὑπόδεσις under bandaging fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδέσεως — ὑποδέσεω̆ς , ὑπόδεσις under bandaging fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»